παρακοιμάμαι

παρακοιμάμαι
παρακοιμούμαι переспать, спать слишком долго, дольше, чем следует

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "παρακοιμάμαι" в других словарях:

  • παρακοιμάμαι — και ούμαι παρακοιμήθηκα, κοιμάμαι υπερβολικά: Παρακοιμήθηκα και πέρασε η ώρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρακοιμάμαι — και παρακοιμούμαι 1. κοιμάμαι περισσότερο από όσο πρέπει 2. μού αρέσει ο ύπνος, είμαι υπναράς …   Dictionary of Greek

  • κοιμάμαι — και κοιμούμαι (Α κοιμῶ, άω, Μ κοιμοῡμαι και κοιμῶμαι) 1. βρίσκομαι σε κατάσταση ύπνου, πέφτω σε ύπνο 2. πλαγιάζω για ύπνο 3. συνεκδ. πεθαίνω, κείτομαι νεκρός 4. μτφ. αδιαφορώ, απρακτώ, εφησυχάζω, αδρανώ («το κράτος κοιμάται») 5. έρχομαι σε… …   Dictionary of Greek

  • παρακοιμώμαι — άομαι, ΝΜΑ, παρακοιμούμαι και παρακοιμάμαι Ν κοιμάμαι δίπλα σε κάποιον προκειμένου να τόν φυλάω από τυχόν κινδύνους νεοελλ. μσν. (η μτχ. αρσ. ενεστ. ως ουσ.) ο παρακοιμώμενος (στο Βυζάντιο) αξιωματούχος, επικεφαλής όλων τών κοιτωναρίων, δηλαδή… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»